μαγδεβούργιος

μαγδεβούργιος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μαγδεβούργο
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο κάτοικος τού Μαγδεβούργου ή αυτός που κατάγεται από το Μαγδεβούργο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”